ZOI
PIRINI
GO PLASTIC!
BE IMMORTAL
Fetishizing action, images of war, old images. We are now detached due to the distance between us. We focus on the aesthetic value of these images, with criteria that are radically differentiated from the reality, these images came from. This work is a passage, (with the help of some video games), a cancellation of the flesh and at the same time a different appropriation of the body.
Each topic has overlapping zones and penetrates the other, creating a line of thought
Κόντρα στην τάση της εποχής, για μια πιο οικολογική - eco friendly - σκέψη, συμπεριφορά και συνείδηση, οι For cancel, εστιάζουν ξεχωριστά και αθροιστικά στις έννοιες του πλαστικού και της αθανασίας και δημιουργούν το έργο ‘Go plastic! Be immortal!’.
Το πλαστικό, σύμβολο μιας κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση και εύκολη αντικατάσταση, συναντά την "ανάγκη" για αθανασία και αιώνια νεότητα. Πλαστικές κούκλες - sex toys, κούκλες που παράγονται μαζικά και καταναλώνονται με τον ίδιο τρόπο με στόχο την άμεση και εύκολη ικανοποίηση, χρησιμοποιούνται εδώ για να φετιχοποιηθεί το αψεγάδιαστο και η ‘αιώνια’ ομορφιά, ενώ η λέξη ‘πλαστικό’ ισορροπεί ανάμεσα στον αισθητικό όρο και στο φτηνό υλικό.
Against the trend of the time, for a more ecological - eco friendly - thinking, behaviour and consciousness, For cancel, focus separately and collectively on the concepts of plastic and immortality and create the project 'Go plastic! Be immortal!'.
Plastic, a symbol of a culture characterized by overconsumption and easy replacement, meets the 'need' for immortality and eternal youth. Plastic dolls - sex toys, dolls mass-produced and consumed in the same way for instant and easy gratification, are used here to fetishize flawlessness and 'eternal' beauty, while the word 'plastic' balances between the aesthetic term and the cheap material.
Go Plastic!
Be Immortal
Installation
Safe Mode // Amplified Realities.
Tilt Platform
Project Gallery, Athens.
2022
GO PLASTIC!
BE IMMORTAL
Force Majeure
Το έργο υποδηλώνει τον ακραίο παραλογισμό των απανταχού κοινωνικών πειραμάτων. Το τείχος δεν αποτελεί απλά ένα σύμβολο ή ένα όριο, αλλά είναι αναπόσπαστο μέρος αυτού του πειραματισμού. Αποτελεί συνειρμική προέκταση μιας διχοτόμησης σε μεγαλύτερη κλίμακα, όπως εκείνη της εστίας (της πατρίδας ή της μητρικής γλώσσας, οι οποίες παραμένουν εννοιολογικές προεκτάσεις της εστίας).
Το τείχος, παρά το γεγονός ότι φαινομενικά υψώνεται και διαχωρίζει, δεν κατορθώνει να απομονώσει τα δύο μέρη.
Οι ήχοι, οι μυρωδιές, οι φήμες, οι ιδέες, ξεπερνούν το τείχος. Δεν είναι απαραίτητο κάποιος να αφουγκραστεί, όπως αντίστοιχα δεν οφείλει κάποιος να σωπαίνει, διότι η ησυχία σε αυτές τις περιπτώσεις δύναται να είναι εκκωφαντική.
Το έργο συνιστά ένα σχόλιο πάνω στις έννοιες της διαφοράς, του διχασμού αλλά και του εσωτερικού κενού και συγκυριακά δημιουργείται σε μια εποχή που ξανά ορθώνονται παντού τείχη, συμβολικά και πραγματικά. Μια εποχή διχαστική.
Στο Force majeure ο ιστορικός προσδιορισμός της εποχής με την χρήση ηχητικών ντοκουμέντων σε συνδυασμό με την σχεδόν σουρεαλιστική συνθήκη που υπαινίσσεται το έργο, είναι επίσης ένας στοχασμός πάνω στα όρια της αναπαράστασης, της “γλώσσας” της ιστορίας και του κοινωνικού χαρακτήρα της τέχνης. Το γεγονός έχει οριστικά τελειώσει, κλείσει, η ιστορία έχει αποφανθεί (από την πλευρά πάντα του νικητή – αν υπήρξε νικητής). Κανένα πια δίλημμα αναφορικά με μια εποχή διλημμάτων. Ένα κενό που δεν σταματά να μεγαλώνει.
Θα μπορούσε να είναι το μπλούζ των ανθρώπων οι οποίοι είχαν ζήσει και είχαν πιστέψει ότι κάπου υπήρχε μια δύναμη η οποία εγγυόταν την ευτυχή έκβαση των προσπαθειών τους, των στερήσεων τους, κάτι που έμεινε μετέωρο μεταξύ του μύθου της αναγκαιότητας της ιστορίας και της λογικής πιθανότητας ενός περάσματος, του ανοίγματος ενός νέου κεφαλαίου της Ιστορίας. Θα μπορούσε να είναι το μπλούζ των ανθρώπων όπου η ζωή τους (η ζωή μας) υπήρξε (γίνεται) το πεδίο πρακτικής ασκήσεως κοινωνικών (κοινωνικοοικονομικών) πειραματισμών.
Σε αντίθεση με κάθε βεβαιότητα η ιστορία μπορεί να αποδειχθεί απρόβλεπτη, πολλές φορές ακατανόητη.
This project suggests the extreme absurdity of world’s social experiments. The wall does not only represent a symbol or a border line but constitutes an integral part of these experiments. It is an associative extension of a division of larger scale, such as the division of focus (e.g. of home, of mother language which remain semantic extensions of focus). The wall that we propose, despite the fact that appears to peak high and divide, it doesn’t achieve to isolate the two parts. The sounds, the smells, the ideas surpass the wall. It is not necessary for someone to concentrate at it, in the same way that someone is not obliged to hush, as silence under these circumstances may be deafening. This project represents a comment on the notions of disparity, division and even of inner void.
Tο έργο "Force majeure" αποτελείται από ένα καναπέ που κόβεται εγκάρσια από ένα τοίχο μήκους 4-5 μέτρων, ύψους 3 μέτρων και πάχους 20 εκατοστών. Η επικάλυψη του τοίχου είναι από τσιμέντο, το οποίο αφήνεται εμφανές ώστε η υφή του να παραμένει αδρή και εμφανώς ακατέργαστη. Μέσα στον τοίχο υπάρχουν εγκατεστημένα ηχεία από τα οποία ακούγονται πραγματικά αποσπάσματα από ντοκουμέντα της περιόδου του Ψυχρού πολέμου στην Γερμανία.
The work "Force majeure" consists of a sofa cut transversely from a wall 4-5 meters long, 3 meters high and 20 cm thick. The wall is coated with cement, which is left exposed so that its texture remains visibly rough. Inside the wall are installed speakers from which actual excerpts from documents of the Cold War period in Germany can be heard.
Lick
Το lick είναι μια γλυπτική εγκατάσταση με μικτά μέσα: πηλό, video, και έτοιμα υλικά. Ένα διχασμένο σώμα: σύγχρονο – αρχετυπικό και ταυτόχρονα υβριδικό σε σχέση με τα υλικά και το φύλο, θωπεύεται από μια γιγάντια γλώσσα. Το έργο αυτό εν μέσω της πανδημίας, όπου οι επαφές, και ιδίως αυτές με το σάλιο, αποθαρρύνονται ή και απαγορεύονται, προβάλει την σχεδόν προκλητική επαφή με την γλώσσα σαν εμμονική πράξη, και ταυτόχρονα σαν γκροντέσκ εικόνα. Ένας ονειρικός συμβολισμός που με την επανάληψή του (την ακούραστη επανάληψη της κίνησης της γλώσσας) γίνεται ζωτικός ρυθμικός παλμός, ζωοδόχος. Η μολυσματικότητα αποδίδεται σαν έκρηξη ζωής σαν διαμόρφωση, σαν η γλώσσα- όψιμος γλύπτης να διαμορφώνει το σώμα και το σώμα, ο κορμός με τα πολλά ζουμερά βυζιά, τρέφει-ξεδιψάει με την σειρά του την γλώσσα. Αυτή η “ανταποδοτικότητα” είναι υπεύθυνη για την ισορροπία του συστήματος. Δεν είναι απλά ότι το μολυσματικό στοιχείο δεν εξολοθρεύει τον ξενιστή του για να μην, με την σειρά του, εξαφανισθεί, αλλά για μια γνήσια συνύπαρξη, γιαυτό και το γιγάντιο μέγεθος της γλώσσας. Το lick δεν αφορά μονάχα το σώμα, λειτουργεί επίσης σαν μια μεταφορά. Ο (για μερικούς) αηδιαστικός χαρακτήρας του, επισημαίνει το γεγονός της ολοένα απομάκρυνσης μας από την σωματικότητα.
LICK" is a sculptural installation with mixed media: clay, video, and ready-made materials. A divided body: contemporary - archetypal and at the same time hybrid in terms of materials and gender, is veiled by a giant tongue. This work in the midst of a pandemic, where contact, especially that with saliva, is discouraged or even forbidden, projects the almost provocative contact with language as an obsessive act, and at the same time as a grotesque image. A dreamlike symbolism that, with its repetition (the tireless repetition of the movement of the tongue) becomes a vital rhythmic pulse, life-giving. The infectiousness is rendered as an explosion of life as a shaping, as if the tongue- late sculptor shapes the body and the body, the torso with its many breasts, in turn nourishes-unfolds the tongue. This "reciprocity" is responsible for the balance of the system. It is not simply that the contaminant does not annihilate its host so that it, in turn, does not disappear, but for a genuine coexistence, hence the gigantic size of the tongue. The lick is not only about the body, it also functions as a metaphor. Its (for some) disgusting character points to the fact of our increasing distance from corporeality.
Within
Το έργο αυτό αποτελείτε από 5 πήλινα γλυπτά που στο εσωτερικό τους υπάρχουν ηχητικές πηγές. Από τα γλυπτά αυτά δύο έχουν αυστηρές γραμμές, γεωμετρικά σχήματα που συμβολίζουν την λογική και το ανδρικό φύλο, ενώ τα άλλα δύο έχουν ελεύθερες μορφές, οργανικές, αρχετυπικές και συμβολίζουν την γυναικεία φύση. Το πέμπτο μορφικά κατέχει και τα δύο χαρακτηριστικά αλλά απέχει από το είναι ο συγκερασμός τους. Ο ήχος είναι συντονισμένος και αποτελεί μια συνολική σύνθεση ήχων μουσικής και φωνής. Ο ήχος κυκλοφορεί από γλυπτό σε γλυπτό δημιουργώντας μια ρευστή κατάσταση, μια κίνηση στον χώρο που έρχεται σε αντίθεση με την στατικότητα των γλυπτών. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ήχους είναι ένα μοιρολόι.
Το έργο αυτό χρησιμοποιεί παραδοσιακά, γήινα υλικά και αναπαράγει την παραδοσιακή κοινωνική διαδικασία του πένθους, προσεγγίζοντας και επαναπροσδιορίζοντας την διαριγμένη πια σχέση μας με τον θάνατο.
This work consists of 5 clay sculptures with sound sources inside them. Two of these sculptures have strict lines, geometric shapes that symbolize logic, while the other two have free forms, organic, archetypal. The fifth formally possesses both characteristics but is far from being the fusion of them. The sound is coordinated and is an overall synthesis of musical and vocal sounds. The sound circulates from sculpture to sculpture creating a fluid state, a movement in space that contrasts with the static nature of the sculptures. One of the most characteristic sounds is a dirge.
This work uses traditional, earthy materials and reproduces the traditional social process of mourning, approaching and redefining our now-discussed relationship with death.
Griedfields
Installation
Zoi Pirini & Makis Faros
National Museum of contemporary art
Athens,2020
Το έργο GRIDFIELDS υπαινίσσεται τον αποσπασματικό και αλλοιωμένο τρόπο που τα ιστορικά γεγονότα φτάνουν ως εμάς, μέσα σε ένα κυκεώνα πληροφοριακού θορύβου και καλυμμένων και απροκάλυπτων διαμεσολαβήσεων, που δύσκολα διακρίνεις το πραγματικό γεγονός. Το GRIDFIELDS είναι μια κατασκευή 4,50m Χ 1m που λειτουργεί σαν κυλιόμενο (όπως οι κυλιόμενοι ιμάντες) animation. 4 καρέ που επαναλαμβάνονται όσο η επιφάνεια μετακινήται προς τα κάτω με την χρήση γνωστής προκινηματογραφικής τεχνολογίας (Zoetrope), δημιουργούν κίνηση όπως τα GIF animation. Οι εικόνες που ζωντανεύουν αποσπασματικά, είναι εικόνες ντοκουμέντων από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα, κατεστραμμένες ως ένα βαθμό ώστε το μάτι του θεατή να μπορεί να τις ανασύρει μέσα από τηλεοπτικά παράσιτα/ θόρυβο. Ο ήχος μια θορυβώδη εκδοχή του γνωστού κομματιού Green Fields των Brothers Four δηλώνει με τον τρόπο του τον εφησυχασμό που τελικά υπερισχύει της κάθε κριτικής διάθεσης απέναντι στην πληροφορία που καταναλώνουμε.
GRIDFIELDS alludes to the fragmented and distorted way in which historical events reach us, in a maelstrom of information noise and covert and overt mediations, where it is difficult to distinguish the real event. GRIDFIELDS is a 4.50m x 1m installation that works like a rolling (like a conveyor belt) animation. 4 frames that repeat as the surface moves downwards using well-known pre-cinematic technology (Zoetrope), create movement like GIF animation. The images that come to life in fragments are documentary images from WWII to the present day, corrupted to a degree that the viewer's eye can retrieve them through TV noise. The sound, a noisy version of the Brothers Four's well-known track Green Fields, in its own way declares the complacency that ultimately overrides any critical disposition towards the information we consume.
Apès Vous
Installation
Athens Photo Festival, Benaki Museum, Athens.2019
Το έργο “Après vous” είναι ένα έργο συλλογικό πάνω στην συλλογική μνήμη. Ένα σχόλιο πάνω στις προσωπικές και οικογενειακές εικόνες που καταλήγουν στα σκουπίδια, σε πάγκους παλαιοπωλείου και πολλές φορές σε ξένα χέρια. Ορφανές εικόνες, υιοθετημένες εικόνες, μακριά από το περιβάλλον τους, τις αναφορές τους, την ιστορικότητα τους.
Είναι οι εικόνες που χάνονται ή είναι οι ιστορίες που χάνονται; Για την εικόνα που αλλάζει χέρια, είναι η συνέχεια της ιστορίας της πολλαπλασιασμένη με την φαντασίωση του καινούριου ιδιοκτήτη της και του κοινωνικού του κύκλου στον οποίο την εκθέτει. Χωρίς να ξέρουμε τα κριτήρια, αλλά σίγουρα με συνήγορο την τύχη, κάποιες εικόνες σώζονται, τους δίνεται η ευκαιρία για μια δεύτερη (ποιος ξέρει ίσως πολλαπλή) ζωή. Μια διαφορετική θέση – χρήση την περιμένει.
Στο “Après vous” κάποιες από τις εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια μας (με τον προαναφερθέντα τρόπο), μέσα στον στενό μας κύκλο έγιναν θέμα συζητήσεων, γέλιου, στοχασμού και τελικά βρήκαν μια θέση στο πανθέων των αγαπημένων μας πραγμάτων. Έχοντας επίγνωση της οφειλής μας σε αυτές, τις βγάζουμε από την λήθη, όχι εκθέτοντας τες σαν ευρήματα ή σαν αισθητικά αντικείμενα αλλά σαν πρωταγωνιστές στην μεγάλη γιορτή της “αναγέννησης” τους. Ο χώρος είναι κατάλληλος. Η συγκυρία κατάλληλη: όλοι γύρω είμαστε άνθρωποι που καταναλώνουμε εικόνες. Όμως αυτές δεν θα τις γευτούμε ούτε θα τις καταναλώσουμε, όσο επιθυμητές και να έγιναν. Το στιγμιότυπο της γιορτής θα πρέπει να διαρκέσει… να καταναλωθεί σαν έργο.
The “Après Vous” project is a collective project on collective memory. A comment on personal and family images that end up in the garbage, in porch stalls and many times in foreign hands. Orphan images, adopted images, away from their environment, their references, their historicity. Are the pictures that are lost or are the stories lost? For the image that changes hands, it is the continuation of its history multiplied by the fantasy of its new owner and its social cycle to which it exposes it. Without knowing the criteria, but surely with a belonging to luck, some images are saved, they are given the opportunity for a second (who knows perhaps multiple) life. A different position – use waiting for it. In “Après Vous” some of the images found in our hands (in the aforementioned way), within our narrow circle became a matter of discussion, laughter, reflection and eventually found a place in the brace of our beloved things. Being aware of our debt in them, we take them out of oblivion, not exposing them as finds or as aesthetic objects but as a protagonist at the great celebration of their “Renaissance”. The space is appropriate. The juncture appropriate: all around we are people we consume pictures. But we will not taste them or we will consume them, as desired and took place. The feast’s snapshot should last … to be consumed as a project.
Rooms
Installation
"Room" is an installation by Michalis Antonopoulos, Takis Zerdevas, Zoi Pirini and Makis Faros in collaboration with Ziria Music Festival.
2019
Το "Δωμάτιο" είναι μια εγκατάσταση των: Μιχάλη Αντωνόπουλο, Τάκη Ζερδεβά, Ζωή Πυρίνη και Μάκη Φάρο στο πλαίσιο τησ συνεργασίας με το Ziria Music Festival.
To ¨Δωμάτιο" το πρωί λειτουργεί σαν ηχητική εγκατάσταση, ενώ το βράδυ σαν εικαστική εγκατάσταση.
Στο έργο, η τεχνολογία λειτουργεί παρασιτικά πάνω στο φυσικό περιβάλλον που εκπροσωπείται από το μεγάλο δέντρο και το μεταλλάσει, το διαμορφώνει σε ένα εσωτερικό χώρο ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται κανείς μια έντονη δραστηριότητα. Το δέντρο το βράδυ αποκτά την πραγματική του διάσταση.Καλεί. Ένας χώρος έντασης, μεταφυσικός που τείνει σε μια πληρότητα. Ο ήχος το πρωί κάτω από την φολόξενη σκιά στον οικείο χώρο, εισάγει θραύσματα του πολιτισμού και προβλημάτων της σύγχρονης ζωής, προσπαθώντας να υπονομεύσει την προσπάθεια για φυγή μέσω μιας εκδρομής στη φύση γιατί στην πραγματικότητα εμείς είμαστε οι φορείς των προνήμάτων και τα κουβαλάμε παντού μαζί μας.
Η λέξη room, εξωστρεφής σαν διαφημιστική ταμπέλα, παραπέμπει στο δοκίμιο της Virginia Woolf "Ένα δικό της δωμάτιο", μια εσωτερική διαπραγμάτευση.
"Room" is an installation by Michalis Antonopoulos, Takis Zerdevas, Zoi Pirini and Makis Faros in collaboration with Ziria Music Festival.
In the morning, "Room" functions as a sound installation, while in the evening it functions as a visual art installation.
In this installation, technology works parasitically on the natural environment represented by the large tree and mutates it, transforming it into an interior space while at the same time one senses an intense activity. The tree in the evening acquires its true dimension. It calls. A space of tension, metaphysical, tending towards a fullness. The sound in the morning, under the murderous shade in the familiar space, introduces fragments of culture and problems of modern life, trying to undermine the attempt to escape through an excursion in nature, because in fact we are the carriers of the problems and we carry them everywhere with us.
The word room, as extroverted as an advertising sign, refers to Virginia Woolf essay "A Room of One's Own", an inner negotiation.
Lines
Installation
"Lines" is an installation by Michalis Antonopoulos, Takis Zerdevas, Zoi Pirini and Makis Faros in collaboration with Ziria Music Festival.
2019
To "LINES" είναι ένα τρισδιάστατο έργο χώρο, που χρησιμοποιεί το φως και τη γεωμετρία. Η απουσία του φεγγαριού μας δίνει την ευκαιρία μιας ενεργειακής πύκνωσης. Μια καθαρή δομή, διαρκώς μεταβαλλόμενη.
Διαστάσεις : 5mx3,5m
"LINES" is a three-dimensional space work, using light and geometry. The absence of the moon gives us the opportunity for an energy densification. A pure structure, constantly changing.
dimensions : 5mx3,5m
Hospital
Interns
Οι Τρόφιμοι είναι μια εικαστική βιντεοεγκατάσταση. Ένα πλήθος από μηχανοποιημένα αμήχανα ποτρέτα ανθρώπων κοιτάζουν έξω από την τζαμαρία τους περαστικούς. Στο εσωτερικό του κτιρίου κοιτάζονται χωρίς να επικοινωνούν. Τα πορτρέτα αυτά δεν αντιστοιχούν σε πραγματικά άτομα, αλλά είναι κολάζ που συνδυάζουν χαρακτηριστικά διάφορων ανθρώπων. Η συμβολική και πραγματική ανυπαρξία αυτών των ανθρώπων συνθέτει μια μελλοντική εικόνα δυστοπίας. Ποιός κοιτάζει ποιόν; Τι συναισθήματα προκαλούν αυτά τα ανδρείκελα; Ο άρρωστος και κυρίως ο έγκλειστος, είναι τελικά ένας ξένος; Μήπως τελικά αυτή η εικόνα μας τονίζει το άλλοθι της αδιαφορία μας;
The work Hospital Interns is a video installation. An army of mechanized awkward portraits of people, staring out the window at the passersby. Inside the building, they look at each other without communicating. These portraits do not correspond to real people, as they are collages that combine characteristics from different faces. The symbolic and real absence of these people composes a future depiction of dystopia. Who is looking at whom? What emotions do these mannequins evoke? Is the sick and mainly confined person, a stranger after all? Does this image expose and emphasize the alibi of our indifference?
Through The Waste Land
Το “Through the wasteland” είναι ένα εσωτερικό τραγούδι μια εσωτερική διαδρομή στην προσωπική και συλλογική μνήμη. Η τυραννική υπενθύμιση των ανθρώπων και των πραγμάτων που αφήνουμε πίσω μας. Η άναρχη αρχειοθέτηση των στιγμών του αποχαιρετισμού (Γιατί οι στιγμές αυτές είναι τόσο ανεξίτηλες;). Σαν να βρισκόμαστε σε μια σταθερή πορεία διαρκούς απομάκρυνσης, αποξένωσης, αδειάσματος, ένοχης απολύτρωσης. Το “Through the wasteland” παραθέτει υπαινικτικές εικόνες-ατμόσφαιρες, ερωτήματα. Στοχάζεται ποιητικά πάνω στην ροή και τις μεταμορφώσεις της.
Through the Waste Land” is a song that reflects the inner self and journey of personal and collective memory. The tyrannic reminders of people and things that are left behind. The anarchy archiving of moments of ending (why are these memories everlasting?). As if we are on an ongoing track of continual detachment, alienation, emptiness, guilt, redemption. The "Through The Wasteland" conveys atmospheric images and questions. It is a poetic reflection of the flow of transformation.
Near the Baseland
Δύο χώροι διατεταγμένοι σε ένα είδος αφήγησης. Over-sized origami, με τη μορφή πολεμιστών που ανοίγουν και κλείνουν την πρόσβαση. Τελικά μια συμβολική σχέση αμφιλεγόμενη και εύθραυστη, μια σχέση οριακής κυριαρχίας.Το “Near the BaseLand” αποτελεί μια μεταφορά, ή καλύτερα μια αλληγορία. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με φυσικές παρουσίες/εμπόδια, μηχανικές και εννοιακές συναρμογές, ροές και ατμόσφαιρες που οριοθετούν έναν κόσμο φαντασιακό. Ένα κόσμο σαν μια μεγέθυνση ενός δυστοπικού παιχνιδιού, ενός παραμορφωμένου παραμυθιού, ένα κόσμο επιβλητικό και ταυτόχρονα εύθραυστο, ένα κόσμο που θα πρέπει να εισχωρήσεις. Να εισχωρήσεις σαν επισκέπτης, σαν εισβολέας, σαν αγγελιοφόρος ενός άλλου κόσμου, σαν ξένος. Ένας κόσμος, μία αλληγορία για την εξουσία και τα πρόσωπα/προσωπεία της, για την οικειοποίηση από μέρους της, της τέχνης του γητευτή, ή ακόμη μία αλληγορία για την διφορούμενη έννοια της κατοχής και της ιδιοποίησης ενός θησαυρού ή μιας μαγικής ιδιότητας
Το “Near the BaseLand” επίσης αποτελεί ένα είδος hacking, μια ιδιοποίηση και διαχείριση πρακτικών και συμβόλων άλλων εποχών και πολιτισμών (κυρίως του ιαπωνικού) και μάλιστα - κυρίως στην εμπορευματοποιημένη μορφή τους. Αυτή η παραχάραξη, του ήδη παραχαραγμένου σημείου και η έλξη για την ιδιοποίησή του εκφράζει μια, ίσως κίβδηλη απελευθέρωση. Μια απελευθέρωση που λειτουργεί σε σε δύο φάσεις: πρώτα έλκεσαι από το ψεύτικο και μετά παραχαράσεις αυτό που σε έλκει.
Με το “Near the BaseLand” ταυτισμένοι με την εποχή μας, σχολιάζουμε την αναγκαιότητα της προσφυγής μας στο “άλλο” το “αλλοτινό” για να μιλήσουμε για το εδώ και το τώρα.
Two spaces arranged in a kind of storytelling .Over-sized origami , in the form of warriors which open and close access.Finally a symbolic relationship controversial and fragile , a relationship of marginal sovereignty. “Near the Baseland” is a metaphor ,or better allegory .The viewer is confronted with physical instances/obstacles , mechanical and conceptual hindrances, flows and atmospheres which define a world imaginary. A world like a magnification of a dystopian game, a deformed fairytale, a world imposing and at the same time fragile ,a world that you must penetrate. To invade as a visitor ,as a messenger of another world ,as a stranger.A word ,as an allegory of power and its faces, from the appropriation of the artist’s art ,or even an allegory of the ambitious concept of processing and appropriating a treasure or a magical property. “Near the Baseland” is also a kind of hacking, appropriation and management of practices and symbols of other epochs and cultures - mainly Japanese - in their commercialized form.This counterfeit, the already overturned point and the attraction for its appropriation, expresses a perhaps deliberate release. A liberation which works in two phases : first you attracted by the fake,and then you counterfeit what attracts you. Identified with our time , by the exhibition “Near the Baseland “, we comment on the necessity of our resource to “the other”, and “bygone” in order to talk about the here and now.